- σκληρομετρικός
- -ή, -ό, Ν [σκληρομετρία]1. (γεωλ.-φυσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκληρομετρία2. φρ. α) «σκληρομετρική κλίμακα Μος»γεωλ. εμπειρική μέθοδος μέτρησης τής αντίστασης στη χάραξη ή την τριβή μιας ομαλής επιφάνειας)β) «σκληρομετρικός βαθμός»φυσ. βαθμός τής σκληρότητας νερού.
Dictionary of Greek. 2013.